Παναγιώτης Γιαννακόπουλος

Κάταγμα Κνήμης στα Παιδιά

Κάταγμα Κνήμης στα Παιδιά

ΚΑΤΑΓΜΑ ΚΝΗΜΗΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

(TIBIAL SHAFT FRACTURES – PEDIATRIC)

Τα κατάγματα της διάφυσης της κνήμης στα παιδιά είναι από τα συχνότερα κατάγματα στα παιδιά και είναι τα τρίτα σε συχνότητα κατάγματα των μακρών οστών της παιδικής ηλικίας, φθάνοντας σε ποσοστό το 15%. Τα αγόρια υπόκεινται συχνότερα στο τραυματισμό αυτόν και η μέση ηλικία είναι τα 8 χρόνια.

Ο περισσότερο συχνός τρόπος τραυματισμού είναι πτώση κατά τη βάδιση, ή κατά τη διάρκεια τροχαίου ατυχήματος. Είναι τα δεύτερα σε συχνότητα κατάγματα στα παιδιά που συμβαίνουν χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερα σοβαρή κάκωση. Σε ποσοστό που φθάνει το 30%, συνδυάζονται και με κάταγμα της περόνης.

Η ταξινόμηση των καταγμάτων της διάφυσης της κνήμης στα παιδιά είναι:

Ατελή: Είναι τα δίκην χλωρού ξύλου και είναι δυνατόν να αφορά την κνήμη, ή/και τη περόνη

Πλήρη:  Πλήρη κατάγματα της κνήμης σε συνδυασμό ή χωρίς πλήρες κάταγμα και της περόνης

Σπειροειδή: Διεθνώς αναφέρονται ως «Toddler’s fracture”. Είναι αποτέλεσμα στροφικής κάκωσης του ποδιού και είναι δυνατόν και αυτά να συνδυάζονται με κάταγμα στη περόνη

Η πρόγνωση των καταγμάτων της κνήμης στα παιδιά είναι πολύ καλή και συνήθως επανέρχονται πλήρως στις δραστηριότητες τους μετά το πέρας της θεραπείας τους.

 

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Το κύριο σύμπτωμα είναι ο πόνος μετά από μικρή, ή μεγαλύτερης ενέργειας κάκωση, με αποτέλεσμα τη χωλότητα στη βάδιση και/ή την άρνηση φόρτισης του μέλους. Κατά τη κλινική εξέταση διαπιστώνεται οίδημα στη περιοχή του κατάγματος με εμφανή εκχύμωση. Υπάρχει σαφής ευαισθησία στη πίεση και ο πόνος επιδεινώνεται στη ραχιαία έκταση του ποδιού. Ο απλός ακτινολογικός έλεγχος είναι αρκετός για τη διάγνωση. Χρειάζεται, όμως, προσοχή γιατί τα σπειροειδή κατάγματα (Toddler’s fractures) σχετικά εύκολο να διαφύγουν από την αρχική διάγνωση. Περαιτέρω έλεγχος με αξονική τομογραφία έχει ένδειξη στις περιπτώσεις υποψίας επέκτασης του κατάγματος στη άρθρωση του γόνατος, ή της ποδοκνημικής. Η μαγνητική τομογραφία έχει θέση στα παθολογικά κατάγματα, αυτά δηλαδή που συμβαίνουν σε έδαφος άλλης παθολογίας, καθώς και στα κατάγματα κοπώσεως.

Τα κατάγματα κνήμης είναι δυνατόν να παρουσιάσουν έντονο οίδημα που θα οδηγήσει σε σύνδρομο διαμερίσματος, μια επείγουσα κατάσταση που χρήζει ειδικής αντιμετώπισης, καθώς η πιθανότητα μόνιμης βλάβης, ακόμα και απώλειας του μέλους είναι υψηλή. Σπάνιοι είναι, επίσης, οι αγγειακοί τραυματισμού στο χρόνο του τραυματισμού και θα απαιτηθεί αγγειογραφία προς τη κατεύθυνση αυτή.

 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η θεραπεία των καταγμάτων της διαφύσεως της κνήμης στα παιδιά είναι είτε συντηρητική (συχνότερα), είτε χειρουργική (σπανιότερα). Τα απλά κατάγματα, όπως είναι τα δίκην χλωρού ξύλου και τα σπειροειδή, αντιμετωπίζονται με ακινητοποίηση σε γύψο για 3-4 εβδομάδες ανάλογα με την ηλικία του παιδιού. Τα παρεκτοπισμένα κατάγματα χρήζουν ανατάξεως, πριν την ακινητοποίηση σε γύψο. Όμως, όπως και τα περισσότερα κατάγματα στα παιδιά παρουσιάζουν ανοχές στη ανάταξη, καθώς η διαδικασία ανακατασκευής του οστού (remodeling), είναι σε θέση να διορθώσει μικρού βαθμού παρεκτοπίσεις. Έτσι, γωνίωση μέχρι 5-10°, βράχυνση μικρότερη του ενός εκατοστού και πλάγια παρεκτόπιση μέχρι το 50% της διαμέτρου της κνήμης, είναι αποδεκτές αποκλίσεις που αναμένονται να διορθωθούν. Η ανάταξη γίνεται πάντα με γενική αναισθησία και ο ακτινολογικός έλεγχος στις 7 και 14 μέρες είναι απαραίτητος για τον έλεγχο της διατήρησης της ανάταξης. Η πώρωση επιτυγχάνεται σε χρονικό διάστημα 6-8 εβδομάδων.

Η χειρουργική θεραπεία των καταγμάτων της κνήμης στα παιδιά έχει λιγότερες ενδείξεις και αφορά τα ανοικτά κατάγματα και τα ασταθή, δηλαδή αυτά που λόγω φύσης του κατάγματος δεν διατηρούν την ανάταξή τους. Τα υλικά οστεοσύνθεσης στα παιδιά (εύκαμπτοι ενδομυελικοί ήλοι) είναι, συνήθως, διαφορετικά από τους ενήλικες, αν και κάποιες φορές είναι κοινά (εξωτερική οστεοσύνθεση κλπ).

Τα κατάγματα κνήμης στα παιδιά μπορούν να πονούν για αρκετούς μήνες μετά τη πώρωση. Μια σχετικά όχι σπάνια επιπλοκή των καταγμάτων της κνήμης στα παιδιά, όπως και στα κατάγματα του μηριαίου, είναι η ανισοσκελία που εμφανίζεται μετά το κάταγμα, καθώς το οστούν που έχει υποστεί το κάταγμα, μεγαλώνει περισσότερο από τα άλλα κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής. Η επιπλοκή αυτή δεν δύναται να προβλεφθεί και θα πρέπει να έχει ενημερωθεί το περιβάλλον του παιδιού για τη πιθανότητα αυτή.

 

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ν ΓΙΑΝΝΑΚΌΠΟΥΛΟΣ

 

Share on facebook
Facebook
Share on google
Google+
Share on twitter
Twitter
Share on linkedin
LinkedIn
Share on pinterest
Pinterest