Παναγιώτης Γιαννακόπουλος

Οστεοειδές Οστέωμα

Οστεοειδές Οστέωμα

ΟΣΤΕΟΕΙΔΕΣ ΟΣΤΕΩΜΑ

(OSTEOID OSTEOMA)

Το οστεοειδές οστέωμα είναι ένας σχετικά συνηθισμένος επώδυνος καλοήθης όγκος των οστών, που καθίσταται συμπτωματικός την 2η και 3η δεκαετία της ζωής, ενώ σπάνια εμφανίζεται σε ηλικίες μεγαλύτερες των 40 ετών. Συχνότερα, κατά 57%, παρουσιάζεται στα κάτω άκρα και κυρίως στο μηρό και τη κνήμη, ενώ είναι δυνατή και η εμφάνιση στο πόδι σε ποσοστό όμως μικρότερο του 5%. Στο Άνω Άκρο η συχνότητα εμφάνισης είναι μεταξύ 20% και 30%, και ειδικότερα στο χέρι και τον καρπό από 5% έως 15%. Δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια ιδιαίτερη προτίμηση στην εντόπισή του καθώς έχει περιγραφεί σε όλο το Άνω Άκρο με παρεμφερή συχνότητα, εκτός του  χεριού που εμφανίζει σαφή προτίμηση. Στη σπονδυλική στήλη το ποσοστό εμφάνισης είναι 10-15% και κυρίως αφορά τη θωρακική και οσφυική μοίρα.

Η εξήγηση της επώδυνης συμπτωματολογίας του οστεοειδούς οστεώματος έχει αποδοθεί στην αυξημένη παρουσία αγγείων στη περιοχή του που ασκούν πιεστικά φαινόμενα στα παρευρισκόμενα νεύρα.

Αρκετές φορές διαφεύγει της διάγνωσης, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται ο ασθενής αναποτελεσματικά για άλλες αιτίες και να ταλαιπωρείται επί μακρόν.

 

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ 

Το κύριο σύμπτωμα του οστεοειδούς οστεώματος είναι ο πόνος που γίνεται χειρότερος στη διάρκεια της νύκτας. Όμως υπάρχουν και  ασυμπτωματικές περιπτώσεις οστεοειδούς οστεώματος, 2% με 5%, κυρίως στα δάκτυλα των χεριών. Ο πόνος συνήθως υποχωρεί με τη λήψη ασπιρίνης σε ποσοστό που φθάνει το 80%, αν και πρόσφατες δημοσιεύσεις αναφέρουν ανακούφιση από τον πόνο και με τη λήψη κοινών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων. Το δεύτερο συχνότερο σύμπτωμα είναι το οίδημα, που είναι δυνατόν να αναδείξει κυρίως ένα ανώδυνο οστεοειδές οστέωμα στα δάκτυλα ή τον καρπό. Εάν υπάρχει κοντά σε άρθρωση είναι δυνατόν να προκαλέσει περιορισμό στη κίνηση της. Η ύπαρξη της παθολογίας στη σπονδυλική στήλη συχνά έχει σαν αποτέλεσμα τη εμφάνιση ανταλγηκής σκολίωσης.

 

 ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Η διάγνωση του οστεοειδούς οστεώματος τίθεται με τη λήψη σωστού ιστορικού και τη κλινική εξέταση, και επιβεβαιώνεται με τον εργαστηριακό έλεγχο. Το ιστορικό θα αναδείξει τους ιδιαίτερους χαρακτήρες του πόνου με την χαρακτηριστική νυκτερινή επιδείνωση, και η ψηλάφηση την τοπική ευαισθησία και το οίδημα.

Ο απλός ακτινολογικός έλεγχος, τις περισσότερες φορές, αναγνωρίζει την βλάβη, με χαρακτηριστική εικόνα τη εμφάνιση σκληρυντικής εστίας με κεντρική παρουσία διαύγασης. Σε ποσοστό όμως που φθάνει και το 25%, είναι δυνατόν η ακτινολογική απεικόνιση να μην είναι χαρακτηριστική της παθολογίας και απαιτείται περαιτέρω έλεγχος. Το σπινθηρογράφημα των οστών που χρησιμοποιήθηκε πολύ στο παρελθόν, δεν έχει ιδιαίτερη διαγνωστική αξία καθώς είναι θετικό σε πολλές παθολογίες. Η αξονική τομογραφία δίδει σαφώς περισσότερες πληροφορίες, όμως τη διάγνωση τεκμηριώνει σχεδόν πλήρως η μαγνητική τομογραφία και ειδικά η μαγνητική τομογραφία αιματώσεως (Perfusion MRI), όπου αναδεικνύεται η χαρακτηριστική καμπύλη αιματώσεως της οστικής αυτής εξεργασίας.

 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η θεραπεία του οστεοειδούς οστεώματος είναι δυνατόν να είναι είτε συντηρητική, είτε χειρουργική. Η συντηρητική θεραπεία έχει θέση στις περιπτώσεις με ήπια συμπτωματολία που αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με τα αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Και τούτο, γιατί είναι δυνατόν να υποχωρήσουν τα ενοχλήματα σε χρονικό διάστημα 3 ετών και η βλάβη να αποκατασταθεί σε χρονικό ορίζοντα 5-7 χρόνων.

Η χειρουργική θεραπεία του οστεοειδούς οστεώματος είναι απαραίτητη αν η φαρμακευτική αγωγή δεν ανταποκρίνεται στην αντιμετώπιση του πόνου, όταν εμφανίζονται δυσκαμψίες ή σκολίωση και συνίσταται στην αφαίρεσή του. Η χειρουργική αφαίρεση πρέπει να είναι πλήρης, γιατί διαφορετικά η πιθανότητα υποτροπής είναι υψηλή. Καλό είναι διεγχειρητικά να ελέγχεται το αφαιρεθέν οστικό τμήμα ακτινολογικά, ή με αξονική τομογραφία για την επιβεβαίωση της πλήρους αφαίρεσης.

Τελευταία εφαρμόζεται με επιτυχία και ο εκλεκτικός καυτηριασμός του όγκου με ραδιενεργά υλικά, με το ποσοστό υποτροπής, όμως, να υπερβαίνει το 10-15%. Στις περιπτώσεις, όμως, που η διάγνωση δεν έχει τεκμηριωθεί απόλυτα και απαιτείται επιβεβαίωση με ιστολογική εξέταση, ή όταν η παρουσία του έχει πολύ στενή σχέση με ευγενή μόρια (νεύρα, κλπ.), η χειρουργική προσπέλαση παρέχει μεγαλύτερη ακρίβεια στη διάγνωση και ασφάλεια στην αφαίρεση. Στις περιπτώσεις που η αφαίρεση οδηγεί στη μείωση της αντοχής του οστού, είναι πιθανόν να απαιτηθεί η τοποθέτηση οστικού μοσχεύματος στη περιοχή και η ενίσχυση της οστικής σταθερότητας με υλικά οστεοσύνθεσης.

Η πιθανότητα υποτροπής του οστεοειδούς οστεώματος επί πλήρους αφαιρέσεως είναι πολύ μικρή (<5%), όχι όμως και η εμφάνιση αντίστοιχης εξεργασίας σε άλλο σημείο του σώματος.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ν ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

 

Share on facebook
Facebook
Share on google
Google+
Share on twitter
Twitter
Share on linkedin
LinkedIn
Share on pinterest
Pinterest