ΕΓΧΟΝΔΡΩΜΑ – ΧΟΝΔΡΟΣΑΡΚΩΜΑ
(ENCHONDROMAS – CHONDROSARCOMA)
Το εγχόνδρωμα είναι ένας καλοήθης όγκος που εξορμάται από τον αρθρικό χόνδρο, εντοπίζεται στον αυλό των οστών κοντά στην επίφυση και οφείλεται σε διαταραχή της λειτουργίας των χονδροβλαστών. Είναι ο δεύτερος πιο συχνός σε εμφάνιση στον άνθρωπο που οφείλεται σε διαταραχές του αρθρικού χόνδρου, αφορά ηλικίες μεταξύ 20-50 χρόνια και δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα. Η πιο συχνή εντόπιση είναι το χέρι (60%), με δεύτερη εντόπιση το μηριαίο (20%) και τη κνήμη (10%).
Το εγγχόνδρωμα είναι συνήθως μονήρης βλάβη, αλλά είναι δυνατόν να έχει και πολλαπλές εντοπίσεις (νόσος του Ollier), ή να αποτελεί τμήμα ενός γενικότερου συνδρόμου (Maffucci’s syndrome). Καίτοι καλοήθης παθολογία, παρουσιάζει ποσοστό εξαλλαγής σε κακοήθη όγκο (χονδροσάρκωμα). Η αναγνώριση των λοιπών παθολογιών είναι σημαντική, καθώς το ποσοστό της κακοήθους εξαλλαγής στη νόσο του Ollier φθάνει το 30% και στο σύνδρομο Maffucci ακόμα και το 100%. Συγκριτικά, το ποσοστό εξαλλαγής του μονήρους ενχονδρώματος είναι 1%.
Η ταξινόμηση των εγχονδρωμάτων, σύμφωνα με τον Enneking είναι:
- Στάδιο Ι: Λανθάνουσα ανενεργή βλάβη
- Στάδιο ΙΙ: Ενεργή νόσος
- Στάδιο ΙΙΙ: Ενεργή επιθετική παθολογία
Η διαφορική διάγνωση του εγχονδρώματος είναι κυρίως το χονδροσάρκωμα που χρήζει ειδικής αντιμετώπισης. Το χονδροσάρκωμα είναι δυνατόν, επίσης, να είναι πρωτοπαθής κακοήθης όγκος των οστών, ή να είναι αποτέλεσμα και άλλων οστικών παθολογιών, όπως είναι το οστεοχόνδρωμα και η νόσος των πολλαπλών εξοστώσεων.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Τα εγχονδρώματα, συνήθως, είναι ασυμπτωματικά και αναδεικνύονται σε τυχαίο ακτινολογικό έλεγχο μετά από κάκωση, ή λόγω διόγκωσης, ή δυσκαμψίας. Σπανιότερα, εμφανίζονται με πόνο που είναι αποτέλεσμα ενός κατάγματος, λόγω της λέπτυνσης του φλοιού (παθολογικό κάταγμα).
Ο απλός ακτινολογικός έλεγχος συνήθως αρκεί για τη διάγνωση. Η παθολογία είναι ενδο-οστική και δεν διαταράσσει τον οστικό φλοιό. Στο χέρι και στο πόδι, είναι δυνατόν να διαταράσσει και τον οστικό φλοιό, κάνοντάς τον λεπτότερο και να αυξάνει τη διάμετρο του οστού. Η λύση της συνέχειας του οστικού φλοιού και η εμφάνιση κατάγματος πιθανολογεί την εξαλλαγή του σε χονδροσάρκωμα (Grade I). Τα ευμεγέθη, επίσης, εγχονδρώματα εμφανίζουν συγκριτικά μεγαλύτερο ποσοστό κατάγματος, ή εξαλλαγής.
Το σπινθηρογράφημα των οστών είναι χρήσιμη διαγνωστική εξέταση, καθώς θα αναδείξει πιθανές πολλαπλές εντοπίσεις και θα βοηθήσει στη διαφορική διάγνωση από το χονδροσάρκωμα, όπως και η μαγνητική τομογραφία που έχει σχετικά υψηλή ευαισθησία.
Η διάγνωση τίθεται με τη βιοψία (δια βελόνης, ή ανοικτή).
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η συντηρητική θεραπεία του εγχονδρώματος έχει θέση μόνο σε μικρές μονήρεις ασυμπτωματικές βλάβες, που έχουν επιβεβαιωθεί με βιοψία και δεν παρουσιάζουν μεταβολή στο μέγεθος. Στις περιπτώσεις αυτές, η περιοδική παρακολούθηση είναι απαραίτητη τουλάχιστον ανά έτος, ενώ η νόσος του Ollier απαιτεί παρακολούθηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Η χειρουργική θεραπεία έχει ένδειξη όταν η παθολογία παρουσιάζει αλλαγές στην ακτινολογική απεικόνιση, όταν αρχίσει να προκαλεί άλγος, στην εμφάνιση κατάγματος και στην υποψία εξαλλαγής. Μεγάλα εγχονδρώματα πρέπει επίσης να αφαιρούνται καθώς η πιθανότητα κατάγματος είναι αυξημένη. Η επέμβαση συνίσταται στην πλήρη αφαίρεση της παθολογίας και τη τοποθέτηση οστικών μοσχευμάτων για τη πλήρωση του κενού που έχει δημιουργηθεί. Στα εγχονδρώματα που λόγω της λέπτυνσης του φλοιού δημιουργούν κάταγμα, ό άμεσος καθαρισμός και η οστεοσύνθεση είναι η πλέον ενδεδειγμένη θεραπεία. Στα υπόλοιπα δεν υπάρχει διαφορά στο αποτέλεσμα από το χρόνο εφαρμογής της θεραπείας. Όταν, όμως, υπάρχει και η παραμικρή υποψία για χονδροσάρκωμα, η αντιμετώπιση πρέπει να είναι άμεση.
Η υποτροπή ενός επαρκώς αφαιρεθέντος εγχονδρώματος είναι μικρή, αλλά δεν δύναται να αποκλεισθεί και η αντιμετώπισή της απαιτεί επιθετικότερη χειρουργική προσέγγιση.
Στα χονδροσαρκώματα Grade I, η απλή αφαίρεση συνήθως είναι αρκετή, αν και η ριζική αφαίρεση (wide excision) προτείνεται από πολλούς χειρουργούς και δεν απαιτείται συμπληρωματική θεραπεία, παρά μόνο στενή παρακολούθηση για τον έλεγχο της τοπικής υποτροπής και της εμφάνισης μεταστάσεων. Στα χονδροσαρκώματα Grade IΙ & ΙΙΙ, η ριζική αφαίρεση (wide excision) είναι αναγκαία, καθώς και η περαιτέρω θεραπεία (χημειοθεραπεία, ή/και ακτινοθεραπεία).
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ν ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ